- γνωστικός
- -ή, -ό (AM γνωστικός, -ή, -όν) [γνώστης]1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν)η σύνεση, η φρονιμάδα3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οιοι οπαδοί τού γνωστικισμούνεοελλ.φρόνιμος, συνετόςαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστικήη δύναμη ή δυνατότητα τού να κατανοήσει κάποιος κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.